Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΛΥΚΟΣ














Ο Λύκος είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγωv. Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο. Kάποτε ήταν άφθονοι και κατοικούσαν στη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που συνεπάγεται την καταστροφή των τόπων διαβίωσης των λύκων αλλά και το εκτεταμένο κυνήγι τους, οι λύκοι υπάρχουν μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους.
Αναφέρονται ως απειλούμενο είδος εξαιτίας της δραστικής μείωσης του πληθυσμού του σε διάφορες περιοχές του κόσμου.



Ανατομία

Ο λύκος φέρει αρκετά από τα ανατομικά χαρακτηριστικά του σκύλου. Ο λαιμός του ωστόσο είναι μεγαλύτερος ως προς την περιφέρεια και περισσότερο δυσκίνητος. Το κρανίο του είναι μεγάλο σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του και διαθέτει συνολικά 42 δόντια με χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες. Το μήκος ενός μέσου αντιπροσώπου του είδους κυμαίνεται από 1 - 1,50 m και το ύψος του 65 - 90 cm, με αντίστοιχο βάρος 30 - 50 κιλά. Το τρίχωμά του έχει φαιά απόχρωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα και φαιοκίτρινη το καλοκαίρι. Η κατασκευή του λύκου, ψηλά πόδια, φαρδύ πέλμα του επιτρέπουν να περπατά με άνεση στο χιόνι. Μπορεί να τρέξει για να βρει φαί εώς 40 km







Αναπαραγωγή

Ο λύκος είναι μονογαμικό είδος και ζευγαρώνει για όλη του τη ζωή. Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινά νωρίς την άνοιξη από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Η εγκυμοσύνη στο θηλυκό διαρκεί 60 - 63 ημέρες (όσο και στον σκύλο) και κατόπιν γεννά 4 - 7 μικρά, που ανεξαρτοποιούνται μετά τον έκτο μήνα της ζωής τους. Αλλά συνήθως παραμένουν στην οικογένεια μέχρι το φθινόπωρο του επόμενου έτους. Στην ανατροφή των μικρών συμμετέχει εκτός από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και υπόλοιπα μέλη της αγέλης Ο λύκος ωριμάζει σεξουαλικά στο δεύτερο έτος, οπότε διαμορφώνει τη δική του ομάδα-οικογένεια.








 

Προτιμά τα μεσαία έως μεγάλα υψόμετρα και απαντάται συχνά σε διάσελα, αλλά και σε πεδινές περιοχές. Στη διατροφή του περιλαμβάνονται μικρά ζώα, καρποί, ακόμη και αγροτικά ζώα. Δεν έχει μόνιμη κατοικία και κινείται διαρκώς σε αναζήτηση περιοχών που του εξασφαλίζουν τροφή. Κυνηγά συνήθως τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρύβεται σε υπόγειες στοές ή κοιλότητες βράχων. Ζει σε οικογενειακές ομάδες ή ευρύτερες ομάδες οικογενειών, τις αποκαλούμενες αγέλες, κυρίως για θηρευτικούς λόγους. Πυρήνας της αγέλης είναι το αναπαραγωγικό ζευγάρι. Κάθε αγέλη κινείται σε αυστηρά καθορισμένη περιοχή, την οποία οριοθετεί το κυρίαρχο αρσενικό, ο αρχηγός της αγέλης, μέσω της ούρησης.



Λαογραφία


Σύμφωνα με τις διάφορες παραδόσεις του ελληνικού λαού ο λύκος δεν πλάστηκε από τον Θεό αλλά από τον διάβολο με όλα τα χαρακτηριστικά του ζώου εκτός της ζωής, και αυτό στη προσπάθειά του να ανταγωνιστεί τον Θεό στη δημιουργία. Ο Θεός όμως προκειμένου να τιμωρήσει τον διάβολο ενέπνευσε ζωή στο λύκο με την εντολή να κατασπαράξει τον πλάστη του. Έτσι ο λύκος ζωντάνεψε αλλά δεν πρόλαβε τον διάβολο καταφέρνοντας όμως να φάει το ένα πόδι του. Απ΄ αυτό το γεγονός ο διάβολος παραμένει έκτοτε κουτσός και αποκαλείται "μονοπόδαρος".


ΟΛΟΗΜΕΡΟ 39ο ΔΗΜ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Μαλαπάνη Χριστίνα-Γεωργούλης Αλεξανδρος(Ε τάξη)

Ο Λύκος είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγωv. Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο. Kάποτε ήταν άφθονοι και κατοικούσαν στη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση Ανατολή. Σήμερα, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που συνεπάγεται την καταστροφή των τόπων διαβίωσης των λύκων αλλά και το εκτεταμένο κυνήγι τους, οι λύκοι υπάρχουν μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους.

Αναφέρονται ως απειλούμενο είδος εξαιτίας της δραστικής μείωσης του πληθυσμού του σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

                                              

Ανατομία


Ο λύκος φέρει αρκετά από τα ανατομικά χαρακτηριστικά του σκύλου. Ο λαιμός του ωστόσο είναι μεγαλύτερος ως προς την περιφέρεια και περισσότερο δυσκίνητος. Το κρανίο του είναι μεγάλο σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα του και διαθέτει συνολικά 42 δόντια με χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες. Το μήκος ενός μέσου αντιπροσώπου του είδους κυμαίνεται από 1 - 1,50 m και το ύψος του 65 - 90 cm, με αντίστοιχο βάρος 30 - 50 κιλά. Το τρίχωμά του έχει φαιά απόχρωση κατά τη διάρκεια του χειμώνα και φαιοκίτρινη το καλοκαίρι. Η κατασκευή του λύκου, ψηλά πόδια, φαρδύ πέλμα του επιτρέπουν να περπατά με άνεση στο χιόνι. Μπορεί να τρέξει για να βρει φαί εώς 40 km

Αναπαραγωγή
Ο λύκος είναι μονογαμικό είδος και ζευγαρώνει για όλη του τη ζωή. Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινά νωρίς την άνοιξη από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Η εγκυμοσύνη στο θηλυκό διαρκεί 60 - 63 ημέρες (όσο και στον σκύλο) και κατόπιν γεννά 4 - 7 μικρά, που ανεξαρτοποιούνται μετά τον έκτο μήνα της ζωής τους. Αλλά συνήθως παραμένουν στην οικογένεια μέχρι το φθινόπωρο του επόμενου έτους. Στην ανατροφή των μικρών συμμετέχει εκτός από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και υπόλοιπα μέλη της αγέλης Ο λύκος ωριμάζει σεξουαλικά στο δεύτερο έτος, οπότε διαμορφώνει τη δική του ομάδα-οικογένεια.



Ενδιαιτήματα














Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟς


Ο κροκόδειλος είναι ζώο που ανήκει στην τάξη των μεγάλων ερπετών. Η τάξη αυτή διαιρείται σε τρεις οικογένειες: των κροκοδειλιδών, των αλλιγατοριδών και των γαβιαλιδών.
Οι κροκόδειλοι είναι διαδεδομένοι σε πολλά μέρη της γης. Σήμερα μπορεί να συναντηθούν κροκόδειλοι στη βόρεια και κεντρική Αμερική, στο βορειοδυτικό τμήμα της νότιας Αμερικής, στις Αντίλλες, στην Αφρική καθώς και στα νησιά που βρίσκονται στις ανατολικές της ακτές, στην Ινδονησία, στις Φιλιππίνες, στη νότια Ασία.
 

Τροφή:

Οι κροκόδειλοι είναι σαρκοβόρα ζώα. Μπορεί να ειπωθεί πως είναι από τους καλύτερους θηρευτές της φύσης. Αυτό οφείλεται στα κοφτερά τους δόντια και στην γρήγορη τους κίνηση. Όταν ένας κροκόδειλος κυνηγήσει μέσα στο νερό την ώρα που θα επιτεθεί στο ανύποπτο ζώο αυτόματα μια βαλβίδα αποτρέπει την είσοδο νερού μέσα στο ζώο. Μετά με τα κοφτερά του δόντια ικανά να ξεσκίζουν και το σκληρότερο δέρμα κατασπαράζουν κυριολεκτικά όποιοδήποτε ζώο. Αυτό το ζώο μπορεί να είναι βουβάλι της ερήμου.

Έχουν απίστευτη δύναμη και αν ένα θύμα αντισταθεί τότε είναι που εφαρμόζει την τακτική της στροφής του θανάτου. Δηλαδή γυρίζει μερικές φορές και το θύμα στην προσπάθεια του να ξεφύγει κομματιάζεται. Μερικές φορές κυνηγούν ομαδικά και δεν μαλώνουν αν δεν υπάρχει αρκετή τροφή για όλους. Κάποτε κάποια είδη κινδύνεψαν να εξαφανιστούν από έλλειψη τροφής. Έτσι οι άνθρωποι προκειμένου να τα σώσουν έφτιαξαν τεχνητά ποτάμια με τρεχούμενα νερά. Αυτό ευνοεί την ανάπτυξη ψαριών και κυρίως σολομών που κινούνται αντίθετα στο ρεύμα αποτελώντας άφθονη τροφή για τους κροκόδειλους.

 
Ανάμεσα στα σημαντικότερα είδη των κροκόδειλων είναι τα παρακάτω:

Κροκόδειλος του Νείλου

Είναι ο πιο γνωστός από όλα τα άλλα είδη. Σήμερα σπάνια μπορεί να τον συναντήσει κανείς ακόμα και στο Νείλο. Το μήκος του φτάνει τα 5 μέτρα και το βάρος του τα 1.000 κιλά. Τρέφεται από ζώα μικρά, που τα πιάνει όταν πλησιάζουν τις όχθες για να πιουν νερό ή όταν, για οποιοδήποτε λόγο, πέσουν στο νερό. Γεννά στην άμμο μέχρι 30 αβγά που δεν επωάζει. Ο κροκόδειλος του Νείλου σήμερα, εξαιτίας του συστηματικού κυνηγιού που του γινόταν για το δέρμα του και το κρέας του που είναι πολύ νόστιμο, κοντεύει να εξαφανιστεί.

Κροκόδειλος ο κατάφρακτος

Λιγότερο γνωστός, ζει στην κεντρική Αφρική και το μήκος του δεν ξεπερνά τα 5,20 μέτρα.

Κροκόδειλος ο αμερικανικός

Είναι ο μεγαλύτερος από όλα τα είδη των κροκόδειλων και το μήκος του φτάνει τα 7,50 μέτρα. Ζει στην κεντρική Αμερική, στη Φλώριδα στην Κούβα, στις Αντίλλες κλπ. Ο κροκόδειλος αυτός κολυμπά πολλές φορές και στην ανοιχτή θάλασσα.

Κροκόδειλος του Ορενόκου

Είναι κι αυτός από τους πιο μεγάλους και φτάνει τα 7,5 μέτρα. Ο κροκόδειλος αυτός ζει αποκλειστικά στο γλυκό νερό. Αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για όλα τα ζώα που πλησιάζουν τις όχθες όπου ζει ακόμη και για τον άνθρωπο.

Κροκόδειλος της Κούβας

Ζει στην Κούβα και ξεχωρίζει από τα άλλα είδη γιατί τα σαγόνια του είναι αρκετά μακριά. Σήμερα ο κροκόδειλος αυτός εκτρέφεται σε πολλές φάρμες στην Κούβα.

Κροκόδειλος της θάλασσας

Η πατρίδα του είναι οι νότιες Ινδίες. Έχει διαδοθεί σ' όλα τα γύρω νησιά και τις παραλίες. Σύμφωνα με μερικές πληροφορίες, έχουν εμφανιστεί ζώα που το μήκος τους ξεπερνούσε τα 10 μέτρα. Ζει κοντά στις ακτές, αλλά κολυμπά και στην ανοιχτή θάλασσα και μάλιστα σε πολύ μεγάλες αποστάσεις. Κολυμπώντας φτάνει μέχρι τις ακτές της Αυστραλίας, όπου κι αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τους κολυμβητές και τους ψαράδες. Οι κροκόδειλοι αυτοί επιτίθενται εναντίον του ανθρώπου και πολλοί από αυτούς είναι ανθρωποφάγοι.

Κροκόδειλος του Βούρκου

Ζει στην Σρι Λάνκα, στο δυτικό Πακιστάν και στην Ινδονησία. Το μήκος του δεν ξεπερνά τα 4 μέτρα. Στις Ινδίες, σε μερικές περιοχές, θεωρείται ιερό ζώο και δεν μπορεί κανείς να του κάνει κακό. Δεν αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τον άνθρωπο, παρόλο που υπάρχουν και περιπτώσεις που έχει επιτεθεί εναντίον ανθρώπων


ΟΛΟΗΜΕΡΟ
39oυ Δ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Μιχαλόπουλος Δημήτρης
Ε τάξη 

ΤΟ ΑΛΟΓΟ


              ΤΟ ΑΛΟΓΟ
 

Το άλογο είναι ψηλό ζώο, γνωστό για την περήφανη όψη του. Γεννάει κάθε φορά συνήθως ένα μωρό, σπανιότερα δύο, και η θηλυκιά τα θηλάζει μέχρι να είναι έτοιμα να βοσκήσουν μόνα τους.
 Ζουν πολλά χρόνια και αρκετές φορές ξεπερνούν τα 25. Αν και πιστευόταν ότι δεν είναι ιδιαίτερα έξυπνο ζώο, όπως δείχνει και το όνομά του, έχει αποδειχτεί ότι κατέχει ευφυία που έχει να κάνει με την εκμάθηση καθηκόντων, τη μνήμη και τη λύση προβλημάτων. Σήμερα η χρήση του ως μεταφορικό μέσο στην Ευρώπη έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

 Άλογα απαντώνται εκτός από άθλημα στην ιππαασί και τον ιππόδρομο, σε προεδρικές και βασιλικές φρουρές αλλά και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, όπως σε έφιππες αστυνομικές δυνάμεις, καθώς και στις κοινωνίες των Άμις.Τα εξημερωμένα άλογα προέρχονται από το είδος Ταρπάν το οποίο εξημερώθηκε στην Ασία, καθώς και από το είδος Πρζεβάλσκι που εξημερώθηκε από τους Μογγόλους.

ΟΛΟΗΜΕΡΟ 
39ου ΔΗΜ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Λιβα Σταυρινα
Ε ταξη


                               

ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ

Ο ΙΠΠΟΚΑΜΠΟΣ

Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η όρθια στάση του. Το μήκος του φθάνει τα 25 εκατοστά, έχει ρύγχος βραχύ και σωληνοειδές που καταλήγει σε στόμα ευρύ. Από τον τράχηλο εκφύονται δύο μικρά πτερύγια. Το σώμα του είναι πεπιεσμένο που καλύπτεται εξ ολοκλήρου από διογκωμένα λέπια που απολήγουν σε ακίδες κατά εμφανείς χρωματικές ζώνες.
Συνηθέστερος χρωματισμός του Ιππόκαμπου είναι φαιοπράσινος στη ράχη με ασπρόμαυρες κηλίδες και ανοιχτόχρωμος στη κοιλιά που αισθητά προεξέχει. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ιππόκαμπου είναι η ιδιόρρυθμη ζωοτοκία του, δηλαδή τα αυγά του θηλυκού τα οποία παραλαμβάνει ο αρσενικός και τα οποία τοποθετεί σε ειδικό ασκό της κοιλίας του όπου και εκκολάπτονται. Μετά δε την εκκόλαψη ο ασκός σχίζεται και εξέρχονται οι μικροί ιππόκαμποι. 
Κυριότερα είδη ιππόκαμπου είναι δύο: ο "ιππόκαμπος ο βραχύρρυγχος" ,και ο "ιππόκαμπος ο στικτός", που είναι μικρότερος του πρώτου, φθάνει σε μήκος τα 16 εκατοστά.


ΟΛΟΗΜΕΡΟ
39ου Δ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Γαβριέλλα Κριτσέλη
Ε τάξη


Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ





Το φλαμίνγκο είναι ένα πτηνό του είδους των φοινικόπτερων. Είναι ένα πουλί που συναντάται σε όλο τον κόσμο και έχει το χαρακτηριστικό ότι το φτέρωμά του είναι ροζ. Είναι ψιλόλιγνο με λεπτά πόδια και γαμψή μύτη.
  Τα φλαμίνγκο είναι πολύ εντυπωσιακά, ντελικάτα πουλιά. Η ψηλή και λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά του, με τον μακρύ λαιμό σε σχήμα σίγμα και τα πανύψηλα ροδόχρωμα πόδια, κάνει την αναγνώριση του πολύ εύκολη. Το φτέρωμα στα ώριμα πουλιά είναι άσπρο με μια ρόδιμη απόχρωση. Τα ανήλικα πουλιά είναι επίσης άσπρα, αλλά έχουν λίγο μαύρο χρώμα στις φτερούγες τους. Καθώς πετάνε τα ώριμα πουλιά, μοιάζουν με μεγάλο, λευκορόδινο κινούμενο σύννεφο στο γαλάζιο ουρανό.
 
  Τα φλαμίνγκος είναι πολύ κοινωνικά πουλιά που ζουν σε αποικίες που μπορούν να ανέρχονται σε χιλιάδες. Αυτές οι μεγάλες αποικίες πιστεύεται ότι εξυπηρετούν τρεις βασικούς σκοπούς: την αποφυγή της θήρευσης,  τη μεγιστοποίηση της πρόσληψης τροφής και την αξιοποίηση των ανεπαρκών και λιγοστών θέσεων στις οποίες μπορούν να φωλιάσουν.  Η πιο σταθερή ωστόσο κοινωνική μονάδα των φλαμίνγκο είναι τα ζεύγη που αναπτύσσονται ανάμεσα σε ένα αρσενικό και ένα θηλυκό φλαμίνγκο.
 
Στα ζεύγη αυτά τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενιλό συμβάλλουν στο κτίσιμο της φωλιά για το αυγό τους όσο και στην υπεράσπισή του. Το θηλυκό είναι εκείνο που επιλέγει τη θέση για το κτίσιμο της φωλιάς στο λασπότοπο και κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης της φωλιάς λαμβάνει χώρα κι η συνουσία ανάμεσα σε αυτά. Μέτα από την εκκόλαψη των νεογνών η μόνη γονεϊκή ευθύνη είναι η σίτιση. Τα φλαμίνγκος λοιπόν παράγουν γάλα, όπως ακριβώς και τα περιστέρια, που οφείλεται στη δράση μιας ορμόνης που ονομάζεται προλακτίνη. Και οι δύο οι γονείς προσέχουν το νεογνό που θρέφεται με το γάλα αυτό που είναι πλούσιο σε λίπος, πρωτεΐνες καθώς επίσης και σε ερυθρά αλλά και σε λευκά αιμοσφαίρια. Μετά από 7-12 μέρες οι νεοσσοί αρχίζουν να εξερευνούν τον περίγυρό τους κι έτσι σχηματίζονται σταδιακά ομάδες νεοσσών στις οποίες οι γονείς αφήνουν τα μικρά τους. Οι νεοσσοί υςδεν ενσωματώνονται στις ομάδες αυτές διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο από θυρευτές
 
Τα φλαμινγκός τρέφονται με μικροσκοπικές γαρίδες και πράσινα φύκη. Συγκεκριμένα, στον τόπο μας τρέφονται με ένας είδος μικροσκοπικής γαρίδας, την Αρτέμια. Το παράδοξο σχήμα στο ράμφος τους αποτελεί μια ειδική προσαρμογή που τα βοηθά στο να φιλτράρουν και να διαχωρίσουν τη λάσπη από τις γαρίδες και τα φύκη με τα οποία τρέφονται.  Το ροζ ή κοκκινωπό χρώμα των φλαμίνγκο προέρχεται από τις καροτενοειδείς πρωτεΐνες τις οποίες λαμβάνουν μέσω της τροφής τους..
 

Στο τόπο μας, τα φλαμίνγκο  αποτελούν ένα σύνηθες μετανάστη και επισκέπτη στις δύο αλυκές της Λάρνακας και Ακρωτηρίου κατά τη χειμερινή περίοδο. Περιστασιακά τα φλαμίγνκος επισκέπτονται και άλλους υγροβιοτόπους, όπως η λίμνη του Παραλιμνίου. Η μετανάστευση λαμβάνει χώρα από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο. Οι ετήσιοι αριθμοί τους καθώς και οι ημερομηνίες άφιξης και αναχώρησης τους ποικίλλουν σημαντικά, εν μέρει ως αποτέλεσμα της στάθμης του νερού στις αλυκές. Τα πρώτα πουλιά τον χειμώνα στο Ακρωτήρι συνήθως φτάνουν το Νοέμβριο και κατά καιρούς τον Οκτώβριο. Ο αριθμός τους φτάνει στο μέγιστο κατά την περίοδο Δεκεμβρίου-Φεβρουάριου  και κυμαίνεται  ανάμεσα σε 5000 με 10000 πουλιά. Μέχρι το Μάρτιο παραμένουν περιστασιακά μέχρι και 3000 πουλιά και σταδιακά ο αριθμός αυτός μειώνεται ακόμη περισσότερο.

ΟΛΟΗΜΕΡΟ
39ου Δ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Γαβριέλλα Κριτσέλη-Χριστίνα Μαλαπάνη
Ε τάξη

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΚΥΚΝΟΣ




Οι κύκνοι είναι μεγαλόσωμα υδρόβια πτηνά τής οικογένειας των Νησσιδών, στην οποία περιλαμβάνονται οι χήνες και οι πάπιες.
Έχουν μακρύ λαιμό, αναλογικά βαρύ σώμα, μεγάλα πόδια, ενώ πετούν με αργά χτυπήματα τών φτερών και τον λαιμό εκτεταμένο. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το μήκος τού λαιμού τους, ο οποίος φέρει 23-25 σπονδύλους, αντί των 18-19 που φέρουν τα υπόλοιπα Χηνόμορφα. 
 
Μεταναστεύουν πετώντας σε διαγώνιο σχηματισμό ή σε σχηματισμό V, πετώντας σε μεγάλο ύψος. Κανένα άλλο υδρόβιο πουλί δεν φτάνει την ταχύτητα με την οποία κινείται είτε στο νερό είτε στον αέρα.
Τρέφονται με υδρόβια φυτά τσαλαβουτώντας επιφενειακά στα ρηχά νερά, και όχι με κατάδυση. Είτε κολυμπούν είτε στέκονται, τα είδη Cygnus olor και Cygnus atratus συχνά διπλώνουν το ένα πόδι πίσω στην πλάτη. Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοια εμφάνιση.

Οι κύκνοι ζευγαρώνουν με έναν σύντροφο ισόβια. Η ερωτική συμπεριφορά τους περιλαμβάνει αμοιβαίο βύθισμα του ράμφους ή στάσεις με τα κεφάλια τους ενωμένα. Το θηλυκό επωάζει κατά μέσον όρο 6 αβγά, ανοιχτόχρωμα και χωρίς κηλίδες, ενώ το αρσενικό είναι άγρυπνος φύλακας, ενώ σε μερικά είδη το αρσενικό συμμετέχει και στην επώαση. Σε περίπτωση επίθεσης, αφού απωθήσουν τον εχθρό, οι κύκνοι παράγουν μια θριαμβευτική κραυγή, όπως και οι χήνες.

Τα μικρά γεννιούνται με κοντό λαιμό και χνουδωτά, αν και είναι ικανά να πετούν και να κολυμπούν μόλις μερικές ώρες αφού εκκολαφθούν. Οι γονείς τα φροντίζουν προσεκτικά για πολλούς μήνες, ενώ σε ορισμένα είδη η μητέρα τα μεταφέρει στην πλάτη της. Τα νεαρά, ανώριμα άτομα φέρουν γκρι ή καφέ στικτό φτέρωμα για 2 ή και περισσότερα χρόνια. Οι κύκνοι ενηλικιώνονται κατά το 3ο ή 4ο έτος και ζουν πιθανόν 20 χρόνια σε φυσική κατάσταση και μέχρι 50 χρόνια σε κατάσταση αιχμαλωσίας.
Στην Ελλάδα ζουν τρία είδη κύκνων:

ο βουβόκυκνος[1],
ο αγριόκυκνος και
ο νανόκυκνος

Το πρώτο αποδεδειγμένα κλωσάει τα αβγά του στο Δέλτα του Έβρου, στην τεχνητή λίμνη του Άγρα στην Έδεσσα, στη λίμνη Ορεστιάδα της Καστοριάς και περιστασιακά, σε άλλους υγροβιότοπους. Τα δύο άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους σπανιότερα, ως περιπλανώμενα ή διαβατικά

Ο βουβόκυκνος (Cygnus olor), με ένα μαύρο εξόγκωμα στη βάση του πορτοκαλιού ράμφους, με καμπύλη στάση τού λαιμού και με έντονη κύρτωση τών φτερών. Το είδος αυτό είναι ιθαγενές της Ασίας, από όπου και εισήχθη στην Ευρώπη κυρίως ως διακοσμητικό κατά τον Μεσαίωνα και μετά σε όλο τον κόσμο.
Ο αγριόκυκνος (είδος Cygnus cygnus) είναι ένα επιθετικό πουλί, με μαύρο ράμφος, που έχει μια διακριτή κίτρινη βάση. Το υποείδος Cygnus cygnus buccinator, ή «κύκνος-τρομπέτα», ονομάζεται έτσι εξαιτίας της δυνατής κραυγής που παράγει η οποία ακούγεται πολύ μακριά, ενώ το ράμφος του είναι ολόμαυρο.
Ο νανόκυκνος (είδος Cygnus bewickii) έχει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά είναι μικρότερος και πιο ήσυχος.
Το είδος Cygnus columbianus με μαύρο ράμφος και συνήθως μια κίτρινη κηλίδα κοντά στο μάτι.

ΟΛΟΗΜΕΡΟ
39ου Δ.ΣΧ.ΑΘΗΝΩΝ
Ακης Χαλικιάς(ΣΤ' 2)-Νίκος Βασιλάκης(Ε)